καθυπέρτερος

καθυπέρτερος
καθ-υπέρτερος, α, ον, der darüber befindliche, obere, höhere, u. übertr., überlegen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καθυπέρτερος — καθυπέρτερος, έρα, ον, ιων. τ. κατυπέρτερος, έρη, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από άλλον, υπέρτερος 2. μτφ. ο πολύ ανώτερος, αυτός που επικρατεί, αυτός που υπερέχει («θεοῡ δ ἒτι ἰσχὺς καθυπερτέρα», Αισχύλ.) 3. (για αστέρες ή αστερισμούς)… …   Dictionary of Greek

  • καθυπέρτερος — above masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυπέρτερον — καθυπέρτερος above masc acc sg καθυπέρτερος above neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυπερτέρους — καθυπέρτερος above masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυπερτέρῳ — καθυπέρτερος above masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυπέρτερα — καθυπέρτερος above neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυπέρτεραι — καθυπέρτερος above fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυπέρτεροι — καθυπέρτερος above masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατυπερτέρους — καθυπέρτερος above masc acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατυπέρτερα — καθυπέρτερος above neut nom/voc/acc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατυπέρτεροι — καθυπέρτερος above masc nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”